Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπόχυτος — ον, Α [ὑποχέω] 1. ανάμικτος, αναμεμιγμένος 2. μτφ. (για παράνομα ή αντικανονικά εγγεγραμμένο πολίτη) ο μη γνήσιος … Dictionary of Greek
ὑπόχυτον — ὑπόχυτος having masc/fem acc sg ὑπόχυτος having neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)